λευκοπώγων

λευκοπώγων
(-ωνος) ο седобородый человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λευκοπώγων" в других словарях:

  • λευκοπώγων — ο 1. αυτός που έχει λευκά γένια, ασπρογένης 2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας επακριδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πώγων «γένι». Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»